- διαγραφεύς
- διαγραφεύς, ο (Α)1. αυτός που περιγράφει2. αυτός που κάνει διάγραμμα και, ιδιαίτερα στην Αθήνα, αυτός που καταστρώνει οικονομικό διάγραμμα ή διάγραμμα τών φόρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαγραφεύς — one who makes a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγραφῆς — διαγραφεύς one who makes a masc nom pl διαγραφεύς one who makes a masc nom/voc pl διαγραφή delineation fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγραφῇ — διαγράφω mark out by lines aor subj pass 3rd sg διαγραφῆι , διαγραφεύς one who makes a masc dat sg (epic ionic) διαγραφή delineation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)